γυμνασιακός

γυμνασιακός
-ή, -ό
ο σχετικός με το γυμνάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάσιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλία Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυμνασιακός — ή, ό ο σχετικός με το γυμνάσιο: Τα γυμνασιακά χρόνια μού έμειναν αξέχαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”